- βραχυκυκλωτήρας
- οαγωγό μεταλλικό στέλεχος που παρεμβάλλεται στους ελεύθερους ακροδέκτες μιας ανοιχτής τηλεπικοινωνιακής διάταξης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βύσμα — το 1. εξάρτημα καλωδίου που βρίσκεται στην άκρη του για να μπορεί να εισάγεται σε κατάλληλες υποδοχές των ηλεκτρικών συσκευών και να τις τροφοδοτεί με ρεύμα. 2. (ιατρ.),το πώμα, το στούπωμα, το βούλωμα για διάφορες κοιλότητες του σώματος που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)